-
1 εκστρεφω
1) выворачивать, выдергивать(δένδρον βόθρου Hom.)
2) выворачивать наружу(τὰ βλέφαρα Arph.)
τοῖς ποσὴν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι Arst. — ходить, выворачивая ноги в стороны3) перен. выворачивать наизнанку, совершенно изменять, извращать(τοὺς τρόπους Arph.)
См. также в других словарях:
εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… … Dictionary of Greek